- σιναπηρός
- σῐνᾱπ-ηρός, ά, όν,A flavoured with mustard,
ὀψαρίδιον POxy.2148.14
(i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀψαρίδιον POxy.2148.14
(i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιναπηρός — ά, όν, Α καρυκευμένος με σκόνη από σπόρους σιναπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + κατάλ. ηρός (πρβλ. αἱματ ηρός)] … Dictionary of Greek
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek